διεξαγωγάς

διεξαγωγάς
διεξαγωγά̱ς , διεξαγωγή
settlement
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεξαγωγή — η (AM διεξαγωγή) [διεξάγω] 1. εκτέλεση, διενέργεια, διευθέτηση 2. (νομ.) εκδίκαση μιας υποθέσεως 3. ανάκριση, έρευνα αρχ. 1. διάταξη φιλολογικής εργασίας 2. διοίκηση τού σύμπαντος από τον θεό 3. φρ. α) «διεξαγωγὴ τοῡ βίου» ή απλώς διεξαγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”